- υπένδυσις
- (-εως) η подшивание подкладки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπένδυση — η / ὑπένδυσις, ύσεως, ΝΜ [ὑπενδύω] νεοελλ. εσωτερική επένδυση μσν. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπενδύω … Dictionary of Greek